- υδάτωσις
- (-εως) η разбавление водой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδάτωσις — ατώσεως, ἡ, Μ βλ. υδάτωση … Dictionary of Greek
υδάτωση — η / ὑδάτωσις, ατώσεως, ΝΜ [ὑδατῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδατώνω νεοελλ. 1. προσθήκη νερού σε άλλο υγρό, όπως λ.χ. σε γάλα ή κρασί, με σκοπό την αραίωση του ή και τη νόθευσή του 2. ενυδάτωση 3. χημ. η πρόσληψη μορίων νερού από ένα… … Dictionary of Greek